ενασχόληση

ενασχόληση
[энасхолиси] ουσ. Θ. работа, занятие,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενασχόληση" в других словарях:

  • ενασχόληση — η η εργασία με την οποία ασχολείται κανείς, και κυρίως άσχετα με το κύριο επάγγελμά του, περιθωριακά («ενασχόληση στη συλλογή γραμματοσήμων, στο κυνήγι» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • ενασχόληση — η το να απασχολείται κανείς, να καταγίνεται με κάτι, η ασχολία του (όχι η επαγγελματική): Η ενασχόλησή του είναι το ψάρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • παίξιμο — το 1. το να παίζει κανείς 2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια 3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού 4. παράσταση έργου από θίασο 5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό 6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα 7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο τού ματιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ.… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • χρεώ — και επικ. τ. χρειώ, όος και οῡς, ἡ, και σπαν. τ. ουδ. χρεώ, τὸ, Α 1. χρεία, ανάγκη 2. στέρηση, έλλειψη 3. επιθυμία για κάτι 4. προφητεία, χρησμός («χρειὼ θεσπίζων μεταμώνιον», Ανθ. Παλ.) 5. ενασχόληση 6. μτφ. μοίρα 7. φρ. α) «χρειὼ γίγνεται [ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»